κοπάνισμα

κοπάνισμα
τό
1) толчение; растирание; 2) удары вальком (по белью); 3) перен. побои; распекание; взбучка, нахлобучка, нагоняй

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "κοπάνισμα" в других словарях:

  • κοπάνισμα — το [κοπανίζω] 1. κονιοποίηση σε γουδί, θρυμμάτισμα 2. έντονη επίπληξη, κατσάδα …   Dictionary of Greek

  • κοπάνισμα — το, ατος 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του κοπανίζω, στούμπισμα. 2. κατσάδα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ίγδισμα — ἴγδισμα, τὸ (Α) 1. κοπάνισμα 2. είδος χορού κατά τον οποίο τα πόδια χτυπούσαν συνεχώς στο έδαφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο στην αρχ. *ιγδίζω «κοπανώ με το γουδί»] …   Dictionary of Greek

  • διάτριψις — διάτριψις, η (Α) [διατρίβω] 1. άλεσμα 2. σύντριψη, κοπάνισμα …   Dictionary of Greek

  • καταπτίσσω — και αττ. τ. καταπτίττω (Α) αποφλοιώνω κάτι εντελώς, ξελεπίζω με κοπάνισμα ή άλεσμα, χοντροκόβω, χοντροαλέθω, κατατρίβω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πτίσσω «αλέθω, αποφλοιώνω»] …   Dictionary of Greek

  • κονιοποίηση — η μέθοδος μετατροπής στερεού σώματος σε σκόνη με τρίψιμο, κοπάνισμα ή άλεσμα, η λειοτρίβιση («μηχανή κονιοποιήσεως»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κονιοποιώ. Η λ., στον λόγιο τ. κονιοποίησις, μαρτυρείται από το 1897 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν τού Άγγελου… …   Dictionary of Greek

  • κονιοποιώ — μεταβάλλω στερεή ουσία σε σκόνη με τρίψιμο, κοπάνισμα ή άλεσμα, λειοτριβώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόνις + ποιώ (< ποιός < ποιώ), πρβλ. κονιορτο ποιώ, τακτο ποιώ. Η λ. στη μτχ. κονιοποιούμενος μαρτυρείται από το 1886 στον Παύλο Ιωάννου] …   Dictionary of Greek

  • κοπάνημα — το [κοπανώ] κοπάνισμα …   Dictionary of Greek

  • κοπή — η (ΑM κοπή) [κόπτω] τομή, κόψιμο («κοπή μετάλλων») νεοελλ. 1. ποίμνιο, κοπάδι 2. το κούρεμα τών προβάτων και η κατάλληλη εποχή που γίνεται αυτό μσν. 1. σχήμα, κατατομή 2. περικοπή, μείωση μσν. αρχ. σφαγή («κόπτοντες αὐτοὺς κοπὴν μεγάλην σφόδρα… …   Dictionary of Greek

  • κοπανισμός — κοπανισμός, ὁ (Α) [κοπανίζω] κοπάνισμα …   Dictionary of Greek

  • κοπανιστήρι(ο) — το (Α κοπανιστήριον) [κοπανίζω] σκεύος που χρησιμοποιείται για κοπάνισμα, γουδί …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»